τραί
Смотреть что такое "τραί" в других словарях:
τραΐ — το, Ν βλ. τραγί … Dictionary of Greek
τραΐ — το βλ. τραγί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
РЕТРЫ — • ΄Ρη̃τραι, назывались основные законы Ликурга в Спарте, как непосредственные изречения Дельфийского оракула. Число их было очень невелико. О трех часто говорит Плутарх; к ним прибавился еще четвертый закон о государственном… … Реальный словарь классических древностей
СПАРТА — • Sparta, 1. топография, см. Laconica, Лаконика; 2. история. В земле Лаконской жили первоначально лелеги, потом пришли ахеяне из одного царского рода, родственного с Персеидами, место которых позднее заступили Пелопиды. При… … Реальный словарь классических древностей
ORARIARII — et contractâ voce euphoniae gratiâ, atque o in au diphthongum mutatô, Aurarii, dicti sunt olim, qui intheatris Circensibusque favebant, ab orariis, quae Aurelianô auctore, locô togae, iactari coeperant. Vopisc. in Vita eius, c. 48. Sciendum ipsum … Hofmann J. Lexicon universale
τραγί — και τραΐ, το, Ν 1. τράγος, αρσενικό κατσίκι 2. υποκορ. μικρός τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. τράγος (μέσω αμάρτυρου *τραγίον), κατά το αρνί] … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Τραγίλος — Πόλη της αρχαίας Θράκης, πατρίδα του μαθητή του Ισοκράτη, Ασκληπιάδη. Bρέθηκαν νομίσματα της πόλης του 450 350 π.Χ., με τις επιγραφές Τραι, Tρα ή Τραίλιον … Dictionary of Greek
τραγί — τραγί, το και τραΐ, το 1. μικρός τράγος, κατσίκι. 2. τράγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιτραίοις — λῑτραί̱οις , λιτραῖος weighing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτραίου — λῑτραί̱ου , λιτραῖος weighing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)