τραί

τραί
το см. τραγί

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τραί" в других словарях:

  • τραΐ — το, Ν βλ. τραγί …   Dictionary of Greek

  • τραΐ — το βλ. τραγί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • РЕТРЫ —    • ΄Ρη̃τραι,          назывались основные законы Ликурга в Спарте, как непосредственные изречения Дельфийского оракула. Число их было очень невелико. О трех часто говорит Плутарх; к ним прибавился еще четвертый закон о государственном… …   Реальный словарь классических древностей

  • СПАРТА —    • Sparta,        1. топография, см. Laconica, Лаконика;        2. история. В земле Лаконской жили первоначально лелеги, потом пришли ахеяне из одного царского рода, родственного с Персеидами, место которых позднее заступили Пелопиды. При… …   Реальный словарь классических древностей

  • ORARIARII — et contractâ voce euphoniae gratiâ, atque o in au diphthongum mutatô, Aurarii, dicti sunt olim, qui intheatris Circensibusque favebant, ab orariis, quae Aurelianô auctore, locô togae, iactari coeperant. Vopisc. in Vita eius, c. 48. Sciendum ipsum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τραγί — και τραΐ, το, Ν 1. τράγος, αρσενικό κατσίκι 2. υποκορ. μικρός τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. τράγος (μέσω αμάρτυρου *τραγίον), κατά το αρνί] …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Τραγίλος — Πόλη της αρχαίας Θράκης, πατρίδα του μαθητή του Ισοκράτη, Ασκληπιάδη. Bρέθηκαν νομίσματα της πόλης του 450 350 π.Χ., με τις επιγραφές Τραι, Tρα ή Τραίλιον …   Dictionary of Greek

  • τραγί — τραγί, το και τραΐ, το 1. μικρός τράγος, κατσίκι. 2. τράγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιτραίοις — λῑτραί̱οις , λιτραῖος weighing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτραίου — λῑτραί̱ου , λιτραῖος weighing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»